Πολύαιν'

Πολύαιν'
Πολύαινε , Πολύαινος
much-praised
masc voc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • πολύαιν' — πολύαινα , πολύαινος much praised neut nom/voc/acc pl πολύαινε , πολύαινος much praised masc/fem voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκηνώ — (I) άω, Α [σκηνή] (δ. τ. τού σκηνῶ, έω) 1. (αποθ.) κατοικώ, διαμένω («σκηνᾱσθαι παρὰ τὸν ποταμὸν», Πλάτ.) 2. μέσ. σκηνῶμαι, άομαι α) καταφεύγω, προσφεύγω («τὰ... ἔρα ἐν οἷς ἐσκηνῆντο», Θουκ.) β) (σχετικά με κτίσμα) κτίζω, οικοδομώ γ) μένω σε… …   Dictionary of Greek

  • SIRENES — monstra marina, poetarum fabulis celebratissima. Has finxerunt antiqui Acheloi fluminis, ac Terpsichores fuisse filias. NIcander autem l. 3. Mutationum, Melpomenen Sirenum matrem fuisse scribit, alii Steropen, alli Calliopen. Haeigitur siculum… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • έφοδος — (I) ἐφοδος, ον (Α) (εσφ. αν. τού εύέφοδος ευπρόσιτος, ευκολοπλησίαστος (α. «σταύρωμα ἔπηξαν καὶ ἔρυμά τε, ᾗ ἐφοδώτατον ἦν τοῑς πολεμίοις», Θουκ. β. «συνιδὼν ἔφοδον ὄντα τὸν λόφον», Πολύαιν.). (II) ἔφοδος, o (A) 1. αυτός που περιέρχεται και… …   Dictionary of Greek

  • εναποικοδομώ — ἐναποικοδομῶ ( έω) (Α) κλείνω κάποιον σ ένα οικοδόμημα χωρίς έξοδο («τὸν προδότην ἐναποικοδομήσαντες διέφθειραν», Πολύαιν.) …   Dictionary of Greek

  • κύδος — (I) κύδος, ὁ (Α) ονειδισμός, βρισιά. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται πιθ. για υποχωρητ. σχηματισμό από το κυδάζομαι]. (II) κῡδος, τὸ (Α) 1. δόξα, φήμη, ιδίως αυτή που αποκτά κάποιος στον πόλεμο («ὡς γὰρ θεὸς ναῶν ἔδωκε κῡδος Ἕλλησιν μάχης», Αισχύλ.) 2. ως… …   Dictionary of Greek

  • λυκούργειος — α, ο (Α λυκούργειος, ον) [Λυκούργος] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον Λυκούργο, τον βασιλιά τής Σπάρτης (α. «λυκούργειοι νόμοι» β. «τὴν Λυκούργειον πολιτείαν», Πολύαιν.) …   Dictionary of Greek

  • μετεμβιβάζω — (ΑΜ) μσν. (σχετικά με την ψυχή) μεταφέρω σε άλλον δέκτη, σε άλλο σώμα αρχ. 1. επιβιβάζω σε άλλο πλοίο 2. φρ. «ἐρέτας μετεμβιβάζω» αλλάζω το πλήρωμα τού πλοίου (Πολύαιν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α) * + ἐμ βιβάζω «μεταφέρω, επιβιβάζω»] …   Dictionary of Greek

  • παρασχίζω — Α 1. σχίζω κατά μήκος, κόβω κοντά σε κάτι, διανοίγω («λίθῳ ὀξέει παρασχίσαντες παρὰ τὴν λαπάρην», Ηρόδ.) 2. (ενεργ. και παθ.) ανοίγω, σχίζω κατά μήκος (α. «πρὸς δὲ τήν θεραπείαν τοῡ παρεσχισμένου σώματος», Διόδ. Σικ. β. «ἱμάτια κατά μήκος… …   Dictionary of Greek

  • περιπταίω — Α 1. σκοντάφτω σε κάτι («περιπταίειν θαμὰ ταῑς πέτραις», Αγαθ.) 2. πέφτω σε κάτι, εμπίπτω («περιπταίειν ἐνέδρᾳ», Πολύαιν.) 3. περιπίπτω σε κάτι, καταντώ 4. (κατ επέκτ.) έρχομαι αντιμέτωπος με κάποιον, συγκρούομαι 5. μτφ. περιέρχομαι σε δεινή… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”